- βοϊδάμαξα
- η , βοϊδάμαξο τό повозка, арба, запряжённая волами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βοϊδάμαξα — η άμαξα που τη σέρνουν βόδια … Dictionary of Greek
βοϊδάμαξα — η άμαξα που σέρνεται από βόδια, αραμπάς: Στα παλιά χρόνια, πολλές μεταφορές στα χωριά γίνονταν με βοϊδάμαξες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 … Dictionary of Greek
Κιθαιρών — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν βασιλιάς των Πλαταιών, από τον οποίο πήρε την ονομασία του το ομώνυμο γειτονικό βουνό. Βασίλευσε πριν από τον βασιλιά Ασωπό και φημιζόταν για τη σύνεση και τη σοφία του. Μάλιστα, αναφέρεται ότι συμβούλευσε τον ίδιο τον… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Λαογραφικό και Ιστορικό Λάρισας — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1974 από μια συντροφιά που σκοπό της είχε θέσει τη διάσωση, μελέτη και προβολή του παραδοσιακού προ μηχανικού πολιτισμού της Θεσσαλίας. Η συλλογή του, που αποτελείται από περισσότερα από 15.000 αντικείμενα, εκτίθεται… … Dictionary of Greek